-
1 эра
η εποχήазойская - ο αζωϊκός αιώνας, ο αρχαϊκός αιώναςархейская - (геол.) см. азойская -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эра
-
2 эра
-ы θ.1. εποχή• χρονολογία•христианская эра η χριστιανική χρονολογία (που αρχίζει από τη γέννηση του Χριστού)•
до нашей -ы πριν τη χρονολογία μας (πριν Χριστό)•
нашей -ы μετά Χριστά•
новой -ы της νέας χρονολογίας (μετά Χριστό).
2. περίοδος χρονική.3. (γεωλ.) αιώνας•палеозойская эра ο παλαιοζωικός αιώνας.